- καταγωγεύς
- καταγωγεύςcattle-drovermasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταγωγεύς — καταγωγεύς, έως, ὁ (AM) αυτός που κατεβάζει κάτι αρχ. αυτός που καταλύει σε κάποιο μέρος για ανάπαυση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αγωγεύς (< ἀγωγεύς < ἀγωγός), πρβλ. εξ αγωγεύς, προ αγωγεύς] … Dictionary of Greek
καταγωγεῖς — καταγωγεύς cattle drover masc acc pl καταγωγεύς cattle drover masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγωγῆς — καταγωγεύς cattle drover masc nom pl καταγωγεύς cattle drover masc nom/voc pl καταγωγή bringing down from fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγωγέων — καταγωγεύς cattle drover masc gen pl καταγωγέω̆ν , καταγωγεύς cattle drover masc gen pl καταγωγή bringing down from fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγωγέως — καταγωγέω̆ς , καταγωγεύς cattle drover masc gen sg καταγωγεύς cattle drover masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοιροκαταγωγεύς — έως, ὁ, Α χοιροβοσκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + καταγωγεύς (< κατάγω «οδηγώ προς τα κάτω, κατεβάζω»)] … Dictionary of Greek
καταγωγῇ — καταγωγῆι , καταγωγεύς cattle drover masc dat sg (epic ionic) καταγωγή bringing down from fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)